- δείλαιος
- δείλαιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)αξιολύπητος, θλιβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. τού δειλός, παρεκτεταμένος σε -αιος* (πρβλ. μάταιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δείλαιος — wretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίων — δείλαιος wretched fem gen pl δείλαιος wretched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίως — δείλαιος wretched adverbial δείλαιος wretched masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλαιον — δείλαιος wretched masc acc sg δείλαιος wretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότατε — δείλαιος wretched masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότατος — δείλαιος wretched masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότερε — δείλαιος wretched masc voc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότερος — δείλαιος wretched masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίαις — δείλαιος wretched fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίη — δείλαιος wretched fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)